Περιγραφή
Σουρούπωνε. Ένα ελαφρύ ψυχρό κύμα αέρα από τη θάλασσα την έκανε να σφίξει τη ζακέτα πάνω στους ώμους της. Περπατούσε σκυφτή, με βήματα αργά. Κοντοστάθηκε. «Όχι, δεν είναι το φύσημα του αέρα. Κάτι “πιάνω” εδώ», είπε. Πίσω της, παραφυλώντας σχεδόν μέσα στους θάμνους, οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν γεμάτοι περιέργεια. Ένα συναίσθημα σαν ίλιγγος την έκανε να σταματήσει απότομα. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα συνέχισε: «Τον βλέπω να πλησιάζει από πίσω το ζευγάρι που είναι καθισμένο στη ρίζα ενός δένδρου… Υπάρχει κάτι βίαιο στην ατμόσφαιρα, το νιώθω… Το πρόσωπό του…»
Η διαισθητικός τώρα κοίταζε μπροστά της μέσα στο σκοτάδι, ίσως χωρίς να βλέπει ή, καλύτερα, χωρίς να ξέρουν οι άλλοι τι ακριβώς βλέπει. Αν μπορούσε κανείς να πλησιάσει περισσότερο στο πρόσωπο της Ελένης Κικίδου εκείνο το παράξενο βράδυ, θα έβλεπε αρχικά μια έκφραση τρόμου και μετά τον πόνο που απλωνόταν πάνω του. Ένας νεαρός αστυνομικός που παρακολουθούσε τη σκηνή μερικά βήματα πιο πίσω ανατρίχιασε χωρίς να ξέρει καλά-καλά γιατί.
Ήταν σίγουρα μία από τις πιο παράξενες σκηνές που εκτυλίχθηκαν εκείνο το βράδυ της 18ης Αυγούστου του 1953 στη Βάρκιζα. Το πρώτο και ουσιαστικό βήμα για τον εντοπισμό του Δράκου της Βουλιαγμένης είχε γίνει. Και ήταν η πρώτη φορά που μια «ψυχική ντέντεκτιβ» είχε χρησιμοποιηθεί από την Ελληνική Αστυνομία για την εξιχνίαση μιας σκοτεινής υπόθεσης.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.